- μηλόνομος
- μηλόνομος, -ον (Α)αυτός που βόσκεται από πρόβατα ή αίγες.[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + -νομος (< νόμος< νέμω). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μηλονόμος — μηλονόμος, ον (Α) 1. αυτός που βόσκει πρόβατα ή αίγες 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ μηλονόμος ποιμένας, βοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + νόμος (< νόμος < νέμω), πρβλ. αιγο νόμος, παιδο νόμος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.] … Dictionary of Greek
μηλονόμος — tending goats masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλονόμον — μηλονόμος tending goats masc/fem acc sg μηλονόμος tending goats neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλονόμοι — μηλονόμος tending goats masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλονόμοιο — μηλονόμος tending goats masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλονόμοισιν — μηλονόμος tending goats masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλονόμους — μηλονόμος tending goats masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλονόμων — μηλονόμος tending goats masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… … Dictionary of Greek
μήλον — (I) το (ΑΜ μῆλον, Α δωρ. και αιολ. τ. μᾱλον) βλ. μήλο. (II) μῆλον, βοιωτ. τ. μεῑλον, τὸ (Α) 1. πρόβατο ή αίγα («μὴ πού τις ἀτασθαλίῃσι κατιῇσιν ἢ βοῡν ἠέ τι μῆλον ἀποκτάνῃ», Ομ. Οδ.) 2. ταύρος 3. στον πληθ. α) αιγοπρόβατα β) ποίμνιο γ) αγέλη ζώων … Dictionary of Greek